αγορασμένος

αγορασμένος
η , ο
1) купленный; 2) подкупленный, продавшийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγορασμένος" в других словарях:

  • αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστός — ή, ό (Α ἀγοραστός, ή, ὸν) [ἀγοράζω] αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ έξω) …   Dictionary of Greek

  • αγόραστος — η, ο ο μη αγορασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγοραστός, όπου το αρχικό α θεωρήθηκε στερητικό με τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • αργυρώνητος — η, ο (AM ἀργυρώνητος, ον) αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος αρχ. ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • εμπολητός — ἐμπολητός, ή, όν (Α) αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός …   Dictionary of Greek

  • ετερώνιος — ἑτερώνιος, ον (Μ) αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. ώνιος, αντίστοιχη τής οιος (πρβλ. αλλ ώνιος)] …   Dictionary of Greek

  • καλοαγορασμένος — η, ο ο αγορασμένος σε καλή τιμή …   Dictionary of Greek

  • καλοαγόραστος — καλοαγόραστος, η, ον (Μ) ο αγορασμένος σε καλή τιμή, ο φτηνός …   Dictionary of Greek

  • χρυσώνητος — ον, Α [χρυσωνῶ] (σχετικά με δούλο) αγορασμένος με χρυσάφι, ακριβοπληρωμένος …   Dictionary of Greek

  • αγοράζομαι — αγοράζομαι, αγοράστηκα, αγορασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»